PICENUM — Picentium regio, qui Umbris et Sabinis ab ortu Solis proximi fuerunt. Dicitur et Picenus ager, vocabulô adiectivô: quod etiam in aliis rebus ad hoc solum pertinentibus usurpârunt veteres Romani. Horat. l. 2. Sat. 3. v. 272. Picenis excerpens… … Hofmann J. Lexicon universale
αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… … Dictionary of Greek
βελτίωση — η (AM βελτίωσις) [βελτιώ ( ώνω)] το να καλυτερεύει κανείς κάτι ή να καλυτερεύει ο ίδιος, η καλυτέρευση νεοελλ. φρ. 1. «βελτίωση γενετική» σύνολο διαδικασιών με αντικείμενο τη βελτίωση του κληρονομικού δυναμικού των ατόμων ενός ζωικού πληθυσμού 2 … Dictionary of Greek
βελτιωτικός — ή, ό (AM βελτιωτικός, ή, όν) [βελτιώ] αυτός που καθιστά κάποιον ή κάτι καλύτερο … Dictionary of Greek
βελτιώνω — (AM βελτιῶ, όω) [βελτίων] καθιστώ κάποιον ή κάτι καλύτερο, καλυτερεύω … Dictionary of Greek
μεταδοκώ — μεταδοκῶ, έω (Α) [δοκώ] (συν. απρόσ.) αλλάζω γνώμη, μετανιώνω (α. «δείσασα μή σφι μεταδόξῃ», Ηρόδ. β. «μετέδοξέ σοι ταῡτα βελτίω εἶναι», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek
προσεμβιβάζω — Μ [ἐμβιβάζω] 1. εισάγω κάτι μέσα σε κάτι άλλο επιπροσθέτως 2. μτφ. εξηγούμαι επιπροσθέτως («ἐπὶ τὰ βελτίω διαδεικνὺς καὶ προσεμβιβάζων», Χούμν. Ν.) … Dictionary of Greek
συμβελτιούμαι — όομαι, Μ βελτιώνομαι κι εγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + βελτιῶ (< βελτίων)] … Dictionary of Greek